προσκαλνώ

προσκαλνώ
προσκαλνάω, προσκαλω(ε) (αόρ. (ε)προσκάλεσα, παθ. αόρ. προσκαλέστηκα и προσεκλήθην) μετ.
1) звать, приглашать;

προσκαλνώ τον γιατρό — приглашать, вызывать врача;

προσκαλνώ στο γάμο (σε γεύμα) — приглашать на свадьбу (на обед);

2) вызывать; призывать (куда-л.);

προσκαλνώ ως μάρτυς — вызывать в качестве свидетеля;

προσκαλνώ υπό τα όπλα — призывать в армию


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "προσκαλνώ" в других словарях:

  • προσκαλώ — προσκαλῶ, έω, ΝΑ, και προσκαλάω και προσκαλνώ Ν [καλῶ] καλώ κάποιον να έλθει σ εμένα, τόν φωνάζω, τού παραγγέλλω να έλθει ή να μεταβεί κάπου (α. «φίλοι τούς επροσκάλεσαν, τούς είχανε τραπέζι», δημ. τραγούδι β. «με τη σιγαλή λαλιά τον ήλιο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»